- Ἄναξι
- Ἄναξmasc dat plἌναξιςfem voc sgἌνακεςthe Dioscurimasc dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάξι' — ἀνάξιι , ἄναξις bringing up fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιε , ἄναξις bringing up fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναξι — ἄναξ lord masc dat pl ἄναξις bringing up fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσαλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα τα μέρη τού πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια τής θάλασσας 3. φρ. «ίσαλος γραμμή» η γραμμή κατά… … Dictionary of Greek
μολποδώρα — μολποδώρα, ἡ (Α) (ως τίτλος τής Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξί δώρα, Παν δώρα] … Dictionary of Greek
πρωτόαλος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ο πρωτόπλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. αναξί αλος, πάρ αλος] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
φιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να συνοδεύει τον ήχο τής φόρμιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φόρμιγξ, ιγγος (πρβλ. ἀναξι φόρμιγξ, χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek
φιλόμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μολπος (< μέλπω «τραγουδώ»), πρβλ. ἀναξί μολπος] … Dictionary of Greek